- συνταγμάτιον
- συνταγμάτιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνταγματίοις — συνταγμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγματίῳ — συνταγμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Damodos — Vikentios Damodos (griechisch Βικέντιος Δαμοδός, auch Vincentius Damodus und Vicenzo Damodo; * 1700 Chavriata heute zu Lixouri; † 1752 ebenda) war ein Jurist und Physiker, der als griechischer Philosoph der Aufklärung bekannt wurde. Biografie… … Deutsch Wikipedia
Vikentios Damodos — (griechisch Βικέντιος Δαμοδός, auch Vincentius Damodus und Vicenzo Damodo, Vincent Damodo; * 1700 Chavriata heute zu Lixouri; † 1752 ebenda) war ein Jurist und Physiker, der als griechischer Philosoph der Aufklärung bekannt wurde.… … Deutsch Wikipedia
συνταγμάτιο — το / συνταγμάτιον, ΝΜΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. μσν. (καν. δίκ.) κατάλογος τών μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών και η τάξη προκαθεδρίας τους στα πλαίσια τής διοικητικής δικαιοδοσίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τών άλλων πατριαρχικών … Dictionary of Greek
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek
Ζέπος, Παναγιώτης — (Αθήνα 1908 – 1985). Νομικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ανακηρύχθηκε διδάκτορας (1933). Μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ειδικεύτηκε στο αστικό δίκαιο. Το 1940… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μοσχοπολίτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός από τη Μοσχόπολη. Διετέλεσε δάσκαλος στην πατρίδα του και το 1753 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας από τον Ευγένιο Βούλγαρι. Αργότερα διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα στην Ουγγαρία και… … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek
Χρύσανθος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μαρτύρησε επί Νουμεριανού (245 – 284), μαζί με τη σύζυγό του Δαρεία την Αθηναία. Τους έθαψαν ζωντανούς σε ένα λάκκο. Η μνήμη του τιμάται στις 19… … Dictionary of Greek